- μελάνη
- (5ος αι. μ.Χ.). Ρωμαία φιλάνθρωπος και οσία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπήρξε μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις φιλάνθρωπων της παλαιοχριστιανικής περιόδου, οι οποίοι ανέπτυξαν μεγάλη κοινωνική δράση επηρεασμένοι από τη χριστιανική διδασκαλία. Η M. καταγόταν από πλουσιότατη οικογένεια πολιτικών· διέθεσε αρχικά τα εισοδήματα της και τελικά ολόκληρη την περιουσία της σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και ιδιώτες, τόσο στο δυτικό όσο και στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Απελευθέρωσε χιλιάδες αιχμαλώτους και δούλους· όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Παλλάδιος στη Λαυσιακή ιστορία (περιγραφή βίων αγίων της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης) απελευθέρωσε 8.000 δούλους –τόσοι θέλησαν να ελευθερωθούν, γιατί οι υπόλοιποι προτίμησαν να μείνουν στα κτήματα του αδελφού της ως δούλοι– ενώ μοίρασε μεγάλα ποσά σε φυλακισμένους, εξόριστους, εργάτες μεταλλείων και γενικά σε φτωχούς. Ενίσχυσε ακόμα πολλά μοναστήρια και έκανε μεγάλες δωρεές σε εκκλησίες. Συνόδευσε τη σύζυγο του Θεοδοσίου B’, Ευδοκία, στα Ιεροσόλυμα και εκεί, αφού μοίρασε τα πάντα, έζησε βίο αυστηρά μοναχικό και γεμάτο στερήσεις. Η μνήμη της τιμάται στις 31 Δεκεμβρίου.
* * *η (Μ μελάνη)(χημ. τεχνολ.) ρευστό, περισσότερο ή λιγότερο πυκνό, παρασκεύασμα διαφόρων χρωματισμών, κυρίως όμως μαύρο ή βαθύ κυανό, που χρησιμοποιείται για τη γραφή ή αναπαραγωγή κειμένων και σχεδίων, με το χέρι ή με τη βοήθεια κατάλληλης μηχανικής διάταξης, πάνω σε κατάλληλο υπόστρωμα και ιδίως χαρτίνεοελλ.1. βιολ. μαύρο και παχύρρευστο υγρό που εκκρίνουν τα διβράγχια κεφαλόποδα μαλάκια2. φρ. α) «μελάνη σινική» — ρευστό ή στερεό μίγμα αιθάλης, πηκτίνης και καμφοράς που χρησιμοποιείται για σχεδίαση και στην υδατογραφίαβ) «μελάνη συμπαθητική»τεχνολ. άχρωμο υγρό ορισμένης χημικής σύνθεσης που χρησιμεύει για τη γραφή μυστικών εγγράφων, η οποία χρωματίζεται και μπορεί να διαβαστεί μόνο με την επίδραση τής θερμότητας ή κατάλληλου αντιδραστηρίουμσν.πένθιμο ρούχο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελάνι με αλλαγή γένους, πιθ. αναλογικά προς τους τ. γραφή, γραφίδα, που είναι θηλυκού γένους].
Dictionary of Greek. 2013.